-
1 αχαρακτήριστος
η, ο [ος, ον ]1) которому нет названия, возмутительный, непристойный, аморальный;αχαρακτήριστοςη διαγωγή — непристойное поведение;
άνθρωποι ούτιδανοί και αχαρακτήριστοςοι — ничтожные и грязные людишки;
2) см. αδιαμόρφωτος
1 αχαρακτήριστος
αχαρακτήριστοςη διαγωγή — непристойное поведение;
άνθρωποι ούτιδανοί και αχαρακτήριστοςοι — ничтожные и грязные людишки;